νακοδαίμων

Revision as of 09:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ονος, ὁ, = sq., with a play on κακοδαίμων, Ath.8.352b.

German (Pape)

[Seite 228] ονος, mit komischer Anspielung auf κακοδαίμων, Ath. XIII, 359 b.

Greek (Liddell-Scott)

νᾰκοδαίμων: ὁ, = τῷ ἑπομ., μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς λέξεως κακοδαίμων, Ἀθήν. 352Β.

Greek Monolingual

νακοδαίμων, ὁ (Α)
νακοδέψης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάκη / νάκος «προβιά» + δαίμων, λ. σχηματισμένη προκειμένου να γίνει λογοπαίγνιο με τη λ. κακοδαίμων.