πάρδος

Revision as of 11:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ, later form of πάρδαλις, Ael.NA1.31 ; Lat.

   A pardus, the male of the panthera, Plin.HN8.63.

German (Pape)

[Seite 509] wie πάρδαλος und πάνθηρ, ὁ, Parder, Pardel, Panther; Schol. Ar. Plut. 699; Ael. H. A. 1, 31; nach Einigen soll das männliche Thier so heißen.

Greek (Liddell-Scott)

πάρδος: ὁ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ πάρδαλις, Αἰλ. π. Ζ. 1. 31· ― κατὰ τὸν Πλίν. ὁ pardus ἦτο τὸ ἄρρεν, τοῦ θήλεος καλουμένου panthera, 8. 23.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
léopard ou panthère, animal.
Étymologie: cf. πάρδαλις.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
το αρσενικό του ζώου πάρδαλις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πάρδος είναι μτγν. και έχει πιθ. σχηματιστεί από επίδραση του λατ. pardus (βλ. και λ. πάρδαλις, λεόπαρδος)].