παρθενεία

Revision as of 11:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A virginity, E.Heracl.592, Tr.980 :—more freq. παρθενία, Ep. παρθενίη, Sapph.102, Pi.I.8(7).48, A.Pr.898 (lyr.), E.Ph.1487 (lyr.), Arist.Pr.894b35, A.R.2.502, LXX Je.3.4, Parth.26.2, Sor.1.30 ; ἀπὸ τῆς π. or ἀπὸπ., Ev.Luc.2.36, IG12(7).395.20 (Amorgos) ; ἐκ π. Plu.Brut.13, PSI1.41.5 (iv A.D.) ; of a man, Ach. Tat.5.20.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Jungfrauenschaft, Eur. Troad. 980 u. öfter. S. παρθενία.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς παρθένου, Εὐρ. Ἡρακλ. 592, Τρῳ. 980˙ ὡσαύτως παρθενία Πινδ. Ι. 8. 95, Αἰσχύλ. Π. 898, Εὐρ. Φοίν. 1487, Ἀριστ. Προβλ. 9. 36, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
virginité.
Étymologie: παρθένος.

Greek Monolingual

η
παρθενεύω η ιδιότητα της παρθένου, παρθενιά.

Greek Monotonic

παρθενεία: ἡ (παρθένος), παρθενία, παρθενικότητα, αγνότητα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενεία: ἡ девичество Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενεία -ας, ἡ zie παρθενία.

Middle Liddell

παρθενεία, ἡ, παρθένος
maidenhood, virginity, Eur.

English (Woodhouse)

chastity, maidenhood