πρείγα
English (LSJ)
ἁ,
A assembly of elders, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B. C.).
Greek Monolingual
ἡ, Α
γερουσία, συνέλευση πρεσβυτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρέσβυς.
ἁ,
A assembly of elders, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B. C.).
ἡ, Α
γερουσία, συνέλευση πρεσβυτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρέσβυς.