φοινίσκη

Revision as of 12:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ, dim. of φοῖνιξ,

   A small palm, BGU227.10 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων
2. η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδ-ίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. φοινικ-ίσκη με απλολογία].