φοινίσκη

From LSJ

πείθεται πᾶς ἥδιον ἢ βιάζεται (Dio Cassius, Historiae Romanae 8.36.3) → it's always more pleasant to be persuaded than to be forced

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίσκη Medium diacritics: φοινίσκη Low diacritics: φοινίσκη Capitals: ΦΟΙΝΙΣΚΗ
Transliteration A: phoinískē Transliteration B: phoiniskē Transliteration C: foiniski Beta Code: foini/skh

English (LSJ)

ἡ, Dim. of φοῖνιξ, small palm, BGU227.10 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. υποκορ. φοίνικας μικρών διαστάσεων
2. η άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παιδίσκη), μέσω αμάρτυρου τ. φοινικ-ίσκη με απλολογία].