φθόσις

Revision as of 13:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

φθίσις, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) φθίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φθίσις, κατ' επίδραση του συγγενούς τ. φθόη (βλ. και λ. φθίνω)].