φθόη

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθόη Medium diacritics: φθόη Low diacritics: φθόη Capitals: ΦΘΟΗ
Transliteration A: phthóē Transliteration B: phthoē Transliteration C: fthoi Beta Code: fqo/h

English (LSJ)

ἡ, Att. = φθίσις (q.v.), Pl.Lg.916a, Pl.Com.184, Isoc.19.11, D.Ep.3.30, Luc.Cont.17, Tab.Defix.98.5, Gal.6.421, etc.; especially of empyema, Aret.SD1.8. (*φθoy-ā from root of φθίω, φθίνω.)

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, = φθίσις, Auszehrung, Schwindsucht, Plat. Legg. VI, 916 a; Phryn. in B. A. 71.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
consomption, épuisement.
Étymologie: φθίω.

Russian (Dvoretsky)

φθόη: ἡ Plat., Isocr., Dem., Luc. = φθίσις.

Greek (Liddell-Scott)

φθόη: ἡ, (φθέω) Ἀττικ. ἀντὶ φθίσις (ὃ ἴδε), Πλάτ. Νόμ. 916Α, Πλάτων Κωμικ. ἐν Ἀδήλ. 2, Ἰσοκρ. 386D, Λουκ. κλπ. ΙΙ. μόλυσμα, μίασμα, Φιλῆς περὶ Ζῴων 29. 14.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
ιατρ. φυματίωση, φθίση
μσν.
μίασμα, μόλυσμα
αρχ.
ιατρ. εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φθόη (< φθοy-) έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα gzwhoy- της ρίζας gzwhei- του ρ. φθίνω (πρβλ. αρχ. ινδ. ksaya- «εξαφάνιση, χαμός»), βλ. και λ. φθίνω.

English (Woodhouse)

consumption, phthisis, wasting awap

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)