χαλκίτης

Revision as of 13:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, = sq. 1.2, Gal.1.452 cod.Marc.(ed. Helmreich), 15.32 (prob. l.).    II written χαλκ-είτης, = χαλκεύς, JHS32.165 (Pisidia); written καχείτης ib.161 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 1330] ὁ, fem. χαλκῖτις, kupferhaltig, λίθος, Kupferstein, Kupfererz, Arist. H. A. 5, 19; – χαλκῖτις στυπτηρία, ein Vitriolerz, vielleicht rother Atramentstein, Diosc.

Greek Monolingual

και χαλκείτης, -ου, ὁ, Α
1. ορυκτή στυπτηρία
2. (στον τ. χαλκείτης) χαλκεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ίτης].