χαλκίτης
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
English (LSJ)
χαλκίτου, ὁ, = χαλκῖτις (containing copper, copper ore, rock alum) I. 2, Gal. 1.452 cod. Marc. (ed. Helmreich), 15.32 (prob. l.). written χαλκείτης, = χαλκεύς, JHS 32.165 (Pisidia) ; written καχείτης ib. 161 (ibid.).
German (Pape)
[Seite 1330] ὁ, fem. χαλκῖτις, kupferhaltig, λίθος, Kupferstein, Kupfererz, Arist. H. A. 5, 19; – χαλκῖτις στυπτηρία, ein Vitriolerz, vielleicht rother Atramentstein, Diosc.
Greek Monolingual
και χαλκείτης, -ου, ὁ, Α
1. ορυκτή στυπτηρία
2. (στον τ. χαλκείτης) χαλκεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ίτης].