ἀρώσιμος
English (LSJ)
[ᾰ], ον, poet. for ἀρόσιμος (q. v.), S.Ant.569.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀρώσιμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀρόσιμος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
arable ; fertile.
Étymologie: ἀρόω.
Spanish (DGE)
v. ἀρόσιμος.
Greek Monotonic
ἀρώσιμος: -ον, ποιητ. αντί ἀρόσιμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρώσιμος: плодородный, плодовитый (γύαι Soph.).
Middle Liddell
poet. for ἀρόσιμος