ἀχέτας

Revision as of 15:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

or ἀχέτᾰ, Dor. and Att. for ἠχέτης (q. v.).

German (Pape)

[Seite 417] ὁ, dor. für ἠχέτης, tönend, κύκνος Eur. El. 151; Φοῖβος Dionys. ep. 2; τέττιξ Archi. 29 (VII, 213); geradezu für die Cicade gesagt, Arist. H. A. 4, 7; Ar. Av. 1095 Pax 1159.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχέτας: ἢ ἀχέτᾰ, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ ἠχέτης, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἠχέτης.

English (Slater)

ᾱχέτας
   1 shrill ἁ μὲν ἀχέταν Λίνον αἴλινον ὕμνει Θρ. 3. 6.

Spanish (DGE)

ἀχέτης v. ἠχέτης

Greek Monolingual

ἀχέτας (δωρ. τ.) και ἀχέτης (αττ. τ.), ο (Α)
ο ηχέτης, αυτός που έχει δυνατή ή ευχάριστη φωνή.

Greek Monotonic

ἀχέτας: ή ἀχέτᾰ, Δωρ. και Αττ. αντί ἠχέτης.

Russian (Dvoretsky)

ἀχέτας: дор. = ἠχέτης I и II.