ἄνους

Revision as of 15:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ουν, contr. for ἄνοος.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. ἄνοος.

Spanish (DGE)

v. ἄνοος.

Greek Monolingual

-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.

Greek Monotonic

ἄνους: -ουν, συνηρ. αντί ἄνοος.

Russian (Dvoretsky)

ἄνους: стяж. = ἄνοος.

English (Woodhouse)

foolish