ἀνούατος
From LSJ
English (LSJ)
ἀνούατον, without ear: without handle, Theoc.Ep.4.3.
Spanish (DGE)
(ἀνούᾰτος) -ον
que no tiene orejas ξόανον Theoc.Ep.4.3. Tb. ἀνόϝ(Ϝ)οτον o ἀνώϝοτον.
• Diccionario Micénico: a-no-wo-to.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans oreilles ; sans anses.
Étymologie: ἀ, οὖς.
German (Pape)
ohne Ohr, ohne Henkel, Theocr. ep. 4 (IX.437).
Russian (Dvoretsky)
ἀνούᾰτος: безухий (ξόανον Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνούατος: -ον, (οὖς) ἄνευ ὡτός, ἄνευ λαβῆς, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 3.
Greek Monolingual
ἀνούατος, -ον (Α) ους
ο χωρίς αφτιά.
Greek Monotonic
ἀνούᾰτος: -ον (οὖς), αυτός που δεν έχει αυτί, χωρίς χερούλι, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[οὖς]
without ear: without handle, Theocr.