ἐνθρονισμός
English (LSJ)
ὁ,
A enthroning, title of προσόδια by Pindar, Suid.
German (Pape)
[Seite 843] ὁ, das auf den Thron Setzen, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθρονισμός: ὁ, τὸ ἐνθρονίζειν ἐπίσκοπον, Σύνοδ. Χαλκ. 1568Β. 2) ἐγκαίνια ἐκκλησίας, Βαλσαμ. Συνοδ. VI. 31.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 entronización en plu., tít. de poemas de Píndaro, Sud.s.u. Πίνδαρος.
2 crist. ocupación de la sede episcopal, consagración como obispo τοῦ θεοσεβεστάτου ἐπισκόπου CBeryt.(449) Act.11.110 (p.30.1), cf. CChalc.(451) Act.12.31 (p.49.22).
Greek Monolingual
και ενθρονιασμός, ο (AM ἐνθρονισμός) ενθρονίζω
η άνοδος αρχιερέα ή ηγεμόνα στον θρόνο
νεοελλ.
εγκατάσταση και παραμονή ανεπιθύμητου ανθρώπου σ' έναν χώρο
μσν.
1. εγκαίνια εκκλησίας ή αγίας τράπεζας
2. τίτλος τών προσοδίων του Πινδάρου
3. βιβλίο στο οποίο περιγράφεται η τάξη, η εθιμοτυπία τών ενθρονιασμών, εγκαινίων κ.λπ.