ἐξορισμός

Revision as of 16:05, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ὁ,

   A sending beyond the frontier, ἐ. καὶ φυγή D.H.5.12; νεκρῶν Plu.2.549a; ζῴων prob. cj. in Porph.Abst.1.10.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, das über die Gränzen Bringen, die Verbannung, D. Hal. 5, 12 u. a. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορισμός: ὁ, τὸ ἔξω τῶν ὁρίων ἐκβάλλειν, Διον. Ἁλ 5. 12, Πλούτ. 2. 549A.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
transport au delà des frontières.
Étymologie: ἐξορίζω.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξορισμός) εξορίζω
εξορία
μσν.
1. τόπος εξορίας
2. απουσία, έλλειψη (αγαπημένου προσώπου).

Russian (Dvoretsky)

ἐξορισμός: ὁ изгнание, выбрасывание за пределы страны (ἐξορισμοὶ νεκρῶν Plut.).