ὀσμύλος

Revision as of 17:35, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(parox.), ὁ, = foreg., Id. ap. Ath.7.318e, Ael.NA5.44, Opp.H.1.307,310.   II v. l. for μορμύρος, Arist.HA570b20, cf. Ael.NA9.45.

German (Pape)

[Seite 396] ὁ, = ὀσμύλη; Opp. Hal. 1, 307; Ael. A. 5, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμύλος: ὁ, διάφ. γραφ. ἀντὶ μόρμυρος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 5. 44., 9. 45.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de polype de mer qui exhale une odeur forte, poisson.
Étymologie: ὀσμή.

Greek Monolingual

ὀσμύλος, ὁ (Α)
1. είδος πολύποδα, η οσμύλη
2. (δ. ανάγν.) μορμύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλος (πρβλ. αρκτ-ύλος)].

Russian (Dvoretsky)

ὀσμύλος: ὁ Arst. = ὀσμύλη.