θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
ὀσμύλη, ἡ (Α)ο θαλάσσιος πολύποδας ελεδώνη, το μοσχοχτάποδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + επίθημα -ύλη (πρβλ. κογχύλη)].