μορμύρος
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, a sea-fish, Pagellus mormyrus, Arist.HA570b20 (proparox.), Archestr.Fr.52 (proparox.), AP6.304 (Phan.), Artem. 2.14 (proparox. as v.l.), cj. in Opp.H.1.100; cf. μόρμυλος.
German (Pape)
[Seite 207] ὁ, auch μορμύλος, eine Art Meerfisch; Arist. H. A. 6, 17; Ath. VII, 94; Phan. 7 (VI, 304).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
spare, poisson.
Étymologie: DELG μορμύρω.
Russian (Dvoretsky)
μορμύρος: (ῠ) ὁ рыба мормир (Pagellus mormo) Arst., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μορμύρος: [ῠ], ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, κοινῶς «μουρμοῦρα» καὶ ἐν Κυζίκῳ «μουρμοῦρι», mormyrus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 7, Ἀνθ. Π. 6. 304· μορμύλος εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσ. τοῦ Ἀθην. 313Ε, Ὀππ. Ἁλ. 1. 100.
Greek Monolingual
και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων της οικογένειας τών μορμυριδών
αρχ.
είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω του θορύβου που κάνει το ψάρι κατά την κίνηση του. Κατ' άλλους, πρόκειται για μεσογειακή λ. Τη λ. δανείστηκε η λατ. με τη μορφή murmillo «ξιφομάχος με γαλατικό κράνος στην κορυφή του οποίου υπάρχει ψάρι»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: name of a sea-fish of the family of the breams (Sparidae), Pagellus mormyrus (Arist., Archestr.); details in Thompson Fishes s.v.
Other forms: with dissim. μορμύλος (Dorio ap. Ath., Opp.); also μύρμη (Epich. 62).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Strömberg Fischnamen 76 "prob. after the sound, which arises from its quick movement in the water". In the same meaning also μύρμη (Epich. 62). The connection with μύρομαι, μύρω flow, trickle (Strömberg l.c.) is not convincing. -- After Bq and Huber Comm. Aenip. 9 p. 9 a Mediterr. word. -- Lat. LW [loanword] murmillō gladiator with Gaulish helm, on top of which was a fish; s. W.-Hofmann s.v. - The variant μύρμη makes a Pre-Greek word probable.
Frisk Etymology German
μορμύρος: (Arist., Archestr. u.a.),
{mormúros}
Forms: mit Dissim. μορμύλος (Dorio ap. Ath., Opp.)
Grammar: m.
Meaning: N. eines zum Geschlecht der Brassen (Sparidae) gehörigen Meerfisches, Pagellus mormyrus; Einzelheiten bei Thompson Fishes s.v.
Etymology: Nach Strömberg Fischnamen 76 "wahrscheinlich nach dem Geräusch benannt, das bei seiner geschwinden Bewegung im Wasser entsteht". In derselben Bed. auch μύρμη (Epich. 62). Die Anknüpfung an μύρομαι, μύρω zerfließen (Vermutung von Strömberg a.a.O.) leuchtet wenig ein. — Nach Bq und Huber Comm. Aenip. 9 S. 9 Mittelmeerwort. — Lat. LW murmillō Gladiator mit gallischem Helm, auf dessen Spitze ein Fisch zu sehen war; s. W.-Hofmann s.v.
Page 2,254