λινοπλυτής

Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A flax-washer, flax-soaker, prob. in Aët.8.16 (λινοπλήτων gen. pl., codd.).

Greek Monolingual

λινοπλυτής, ὁ (Α)
αυτός που πλένει, που βρέχει το λίνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -πλυτής (< πλύνω)].