θυρώ

Revision as of 18:29, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

θυρῶ, -όω (Α) θύρα
1. τοποθετώ θύρα σε κάτι, κλείνω με θύρα, κλείνω καλά
2. παθ. θυροῦμαι, -όομαι
α) έχω ανοίγματα («πίναξ τεθυρωμένος», επιγρ.)
β) έχω ως θύρες («πολλαῑς ἐξόδοις τεθυρῶσθαι», Λουκιαν.)
γ) έχω πόρτες («στεγόμενα και τεθυρωμένα» — που έχουν στέγη και πόρτες, πάπ.).