ἀντιβάκχειος
English (LSJ)
antibacchius, (sc. πούς), ὁ, the foot - -, Diom.1.513 K., al.: —also ἀντίβακχος, ὁ, Ter.Maur.1411.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβάκχειος: ἢ παλιμβάκχειος, ποὺς --υ, ὡς λείποισθε, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν βακχεῖον υ-- ὡς λιπόντων.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἀντίβακχος Ter.Maur.367
métr. el antibaqueo (sc. πούς) e.e. ¯¯˘¯˘˘ Diom.1.513.25, cf. Mar.Vict.p.207, Ter.Maur.l.c.
Greek Monolingual
ἀντιβάκχειος, ο (Α)
μετρικός πους από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή, αλλιώς παλιμβάκχειος (-υ).
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβάκχειος: и ἀντίβακχος ὁ стих. антибакхий (стопа – – ∪ или ∪ – –).
Wikipedia EN
An antibacchius is a rare metrical foot used in formal poetry. In accentual-syllabic verse an antibacchius consists of two accented syllables followed by one unaccented syllable. Its opposite is a bacchius.