παλιμβάκχειος

Revision as of 14:46, 1 November 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ,

   A a reversed Bacchius (Βάκχειος), antibacchius, antibacchus, reversed Bacchius, palimbacchiusHeph.3.2, Aristid.Quint. 1.22, Eust.1551.54:—hence Adj. πᾰλιμβακχειᾰκός, ή, όν, Heph.13.1.

German (Pape)

[Seite 448] ὁ, ein Versfuß, der umgekehrte Bacchius, – – ñ; Drac. p. 128, 22; Schol. Hephaest. p. 159.

Greek Monolingual

ή παλιμβακχείος, ο (ΑΜ παλιβάκχειος και παλιμβακχεῑος)
μετρικός πους που αποτελείται από δύο μακρές και μία βραχεία συλλαβή (-U) ή από μία βραχεία και δύο μακρές (U -).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + βάκχειος / βακχεῖος].

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμβάκχειος: ὁ стих. полимвакхий (стопа ‒‒∪, обратная вакхию ∪‒‒).