[ῑ], ου, ὁ,= ἱεράκιον τὸ μέγα, Ps.-Dsc.3.64 p.75 Wellm.
σογχίτης: [ῑ], -ου, ὁ, ἱεράκιον, φυτόν, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 3. 72.
ο, ΝΑτο φυτό ιεράκιο το μέγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σόγχος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. οριγαν-ίτης)].