σόγχος

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σόγχος Medium diacritics: σόγχος Low diacritics: σόγχος Capitals: ΣΟΓΧΟΣ
Transliteration A: sónchos Transliteration B: sonchos Transliteration C: sogchos Beta Code: so/gxos

English (LSJ)

ὁ,
A sow-thistle, Sonchus aspera, Antiph.226.4; also written σόγκος, Matro Fr.2.1, Thphr. HP 4.6.10,6.4.3,8, Nic.Fr.71, Hegesand. 9 (where ἐξογκοῖτ' is a pun on ἐκσογκοῖτ').
II σόγχος τρυφερός, milkweed, Sonchus oleraceus, Ps.-Dsc.2.131.

German (Pape)

[Seite 912] ὁ, eine distelartige Pflanze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σόγχος: ὁ, σκολυμώδης βοτάνη, «ζοχός», sonchus, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· καὶ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 6, 10., 6. 4, 3, κτλ.· «λάχανον ἄγριον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σόγκος Α, και σόχος Ν
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια σύνθετα, ένα είδος του οποίου είναι σήμερα κοινώς γνωστό ως ζοχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].