Αἰγυπτογενής

Revision as of 13:39, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A of Egyptian race, A.Pers.35.

Greek (Liddell-Scott)

Αἰγυπτογενής: ἐς, ἐξ Αἰγυπτιακοῦ γένους, Αἰσχύλ. Πέρσ. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
né en Égypte.
Étymologie: Αἴγυπτος, γίγνομαι.

Spanish (DGE)

-ές
de raza egipcia A.Pers.35
ref. a las Danaides, A.Supp.30, 1053.

Greek Monotonic

Αἰγυπτογενής: ές (γένος), αυτός που ανήκει στην Αιγυπτιακή γενιά, οικογένεια, καταγωγή, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

Αἰγυπτογενής: Αἴγυπτος I] рожденный Эгиптом, по друг. Αἴγυπτος II] родом из Египта Aesch.

Middle Liddell

γένος
of Egyptian race, Aesch.