αἰσχυντός

Revision as of 14:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ή, όν,    A shameful, Ps.-Phoc. 189.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντός: -ή, -όν, πλήρης αἰδοῦς, Ψευδο-Φωκυλ. 176, ἔνθα ὁ Byk ἔχει αἰσχυντηροῖς.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
deshonrado μηδ' ὕβριζε γυναῖκα ἐπ' αἰσχυντοῖς λεχέεσσιν Ps.Phoc.189.

Greek Monolingual

αἰσχυντός, -ή, -όν (Α)
αισχρός, χυδαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχύνω.
ΠΑΡ. αἰσχυντηλός
αρχ.
αἰσχυντηρός, αἰσχυντικός.