αὐτενέργητος

Revision as of 14:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

or αὐτοεν-, ον,    A spontaneous, ζωή Procl. in Prm.p.611S. (αὐτ-), in Alc.p.18C. (αὐτο-), Theol.Plat.6.22, Iamb. Myst.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτενέργητος: -ον, ἢ αὐτοενέργητος, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ἐνεργῶν, Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. σ. 18· ― «τὸ σημαῖνον ἐνέργειαν αὐτενέργητον καλεῖται· τὸ δὲ πάθος αὐτοπαθές» Γραμματ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): αὐτοενέργητος Procl.in Alc.18
que actúa por sí mismo, espontáneo, ἐνέργεια Iambl.Myst.4.3, ζωή Procl.l.c., Procl.Theol.Plat.6.22, ἰδιότης Procl.in Alc.279, τὸ αὐθυπόστατον Procl.in Prm.785.

Greek Monolingual

αὐτενέργητος, -ον (AM) ενεργώ
αυθόρμητος.