αυθόρμητος

From LSJ

λόγος γέ τοί τις ἔστι τῶν γεραιτέρων, ὅσ' ἂν ἀνόητ' ἢ µῶρα βουλευσώµεθα, ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ἡµῖν ξυµφέρειν → there is in fact a saying among the elders, that whatever thoughtless, stupid decisions we make, they all turn out for the best for us

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αὐθόρμητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί η εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, πηγαίος, φυσικός
μσν.
με δική του θέληση, εκούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ορμώ < ορμή].