Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αυθόρμητος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ αὐθόρμητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που ενεργεί η εκδηλώνεται με δική του παρόρμηση, πηγαίος, φυσικός
μσν.
με δική του θέληση, εκούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + ορμώ < ορμή].