αἰωνόβιος

Revision as of 14:19, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A immortal, title of Egyptian kings, Πτολεμαῖος OGI90.4 (Rosetta, ii B. C.), PMag.Par.1.154; of God, PMag.Lond. 46.176,482.

Greek (Liddell-Scott)

αἰωνόβῐος: -ον, = ἀθάνατος, Ἐπιγρ. Ροσέττ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 4.

Spanish (DGE)

-ον
de vida eterna, inmortal epít. de los Ptolomeos y reyes egipcios Πτολεμαῖος (Ptolomeo IV Filopátor) ISyène 2.6 (III a.C.), cf. PMonac.45.12 (III a.C.), OGI 90.4 (Roseta II a.C.), ῬαμέστηςἩλίου παῖς αἰ. Hermapio 1, Ψαμμήτιχος PMag.4.154
de divinidades Ἰάω, ὁ μέγας αἰ. PMag.5.176, cf. 482, de Dios αἰωνόβιε Synes.Hymn.1.163.

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἰωνόβιος, -ιον)
αυτός που ζει στους αιώνες, αιώνιος, αθάνατος
νεοελλ.
μακρόβιος, πολύχρονος
αρχ.
1. ως τίτλος τών βασιλέων της Αιγύπτου
2. ως τίτλος του Θεού μτγν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰὼν + βίος.