βαθυλείμων

Revision as of 14:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A surrounded by rich meadows, πέτρα β., i.e. Cirrha, where the land was forbidden to be ploughed, Pi.P.10.15.

German (Pape)

[Seite 424] ονος, mit tiefen, üppigen Wiesen, πέτρα Pind. P. 10. 15.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθῠλείμων: -ον, γεν. -ωνος, ἔχων ἢ περικυκλούμενος ὑπὸ πλουσίων λειμώνων, πέτρα βαθ., ἡ Κίρρα, ἔνθαχώρα ἦτο ἱερὰ καὶ οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ καλλιεργήσῃ αὐτήν· πρβλ. τοῦ Tennyson deep meadow'd" Πινδ. Π. 10.23.

English (Slater)

βᾰθῠλείμων
   1 in deep meadows i. e. deep in the meadows. ἔθηκε καὶ βαθυλείμων ὑπὸ Κίρρας πετρᾶν ἀγὼν κρατησίποδα Φρικίαν (Hartung: βαθυλείμωνα πέτραν codd.) (P. 10.15)

Spanish (DGE)

(βᾰθῠλείμων) -ον celebrado en espesa pradera ἀγών Pi.P.10.15.

Russian (Dvoretsky)

βαθυλείμων: gen. ονος Pind. = βαθύλειμος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθυλείμων -ον, gen. -ονος, en βαθύλειμος -ον βαθύς, λειμών met diepe weide, omgeven door diepe weide.