βαθύλειμος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠλειμος Medium diacritics: βαθύλειμος Low diacritics: βαθύλειμος Capitals: ΒΑΘΥΛΕΙΜΟΣ
Transliteration A: bathýleimos Transliteration B: bathyleimos Transliteration C: vathyleimos Beta Code: baqu/leimos

English (LSJ)

βαθύλειμον, = βαθυλείμων (surrounded by rich meadows), Il. 9.151, 293.

Spanish (DGE)

(βᾰθύλειμος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de arraigados o densos prados, Ἄνθεια Il.9.151, 293.

German (Pape)

[Seite 424] = folgdm, Il. 9, 151. 293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux herbages épais.
Étymologie: βαθύς, λειμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύλειμος -ον zie βαθυλείμων.

Russian (Dvoretsky)

βαθύλειμος: окруженный или обильный тучными лугами (Ἄνθεια Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύλειμος: -ον, = τῷ ἑπομ.., Ἰλ. Ι. 151, 293.

English (Autenrieth)

(λειμών): with deep (grassy) meadows, epith of towns. (Il.)

Greek Monolingual

βαθύλειμος, -ον και βαθυλείμων, -ον (Α)
εκείνος που περιβάλλεται από πλούσια λιβάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + λειμών «λιβάδι»].

Greek Monotonic

βᾰθύλειμος: -ον (λειμών), αυτός που έχει βαθιά και καρπερά λιβάδια, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, βαθυ-λείμων, -ονος, , , σε Πίνδ.

Middle Liddell

λειμών
with deep, rich meadows, Il.