βοηθήσιμος
English (LSJ)
ον, A curable, Thphr.HP9.16.7.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βοηθήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ βοηθήσῃ ἢ νὰ θεραπεύσῃ, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 7.
Spanish (DGE)
-ον
que puede curar, curativode un fármaco, Thphr.HP 9.16.7.
Greek Monolingual
βοηθήσιμος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να βοηθήσει.