γλαγότροφος

Revision as of 17:17, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A milk-fed, Lyc.1260.

Greek (Liddell-Scott)

γλαγότροφος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τραφείς, Λυκόφρ. 1260.

Spanish (DGE)

(γλᾰγότροφος) -ον nutrido con leche τέκνα Lyc.1260.

Greek Monolingual

γλαγότροφος, -ον (Α)
αυτός που έχει τραφεί με γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλάγος + -τροφος < τρέφω.