γυμνόκαρπος

Revision as of 17:30, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A huskless, of fruits, Thphr.CP1.17.8.

German (Pape)

[Seite 509] mit bloßer Frucht, ohne Hülfe, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνόκαρπος: -ον, ὁ ἔχων τὸν καρπὸ γυμνόν, τ.ἔ. ἄνευ κελύφους ἢ ξυλώδους φλοιοῦ, Θόφρ. Αἰτ. Φ.1.17,8· πρβλ. γυμνοσπέρματος.

Spanish (DGE)

-ον
bot. que no tiene cáscara, gimnocarpo de frutos, Thphr.CP 1.17.8.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM γυμνόκαρπος, -ον)
αυτός που έχει γυμνούς καρπούς, δηλ. χωρίς κέλυφος ή φλούδα.