δασμολόγος

Revision as of 17:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A exactor of tribute, βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8.

German (Pape)

[Seite 523] ὁ, Tributeinnehmer, VLL., Strab. X p. 476.

Greek (Liddell-Scott)

δασμολόγος: ὁ, ὁ συλλέγων φόρους, εἰσπράκτωρ, Στράβων 476.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur des contributions.
Étymologie: δασμός, λέγω².

Spanish (DGE)

-ου
que recauda tributos, recaudador Μίνως ... βίαιος καὶ δ. Str.10.4.8, cf. Them.Or.8.115a, Procop.Aed.6.2.21, Hsch., Sud.
ὁ δ. como subst., entre los judíos publicano συνετέλεσε μὲν τοῖς ... δασμολόγοις ... τὸ δίδραχμον Cyr.Al.Luc.1.163.22, cf. M.69.409D.

Greek Monolingual

ο (Α δασμολόγος)
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με τους δασμούς, ο έμπειρος στα δασμολογικά θέματα
αρχ.
ο εισπράκτορας τών φόρων.

Greek Monotonic

δασμολόγος: ὁ (λέγω), φοροεισπράκτορας, φοροσυλλέκτης, σε Στράβ.

Middle Liddell

δασμός, λέγω
a tax-gatherer, Strab.