δεσμόβροχος

Revision as of 18:00, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A noose, Man.5.133.

German (Pape)

[Seite 550] Band u. Schlinge, Maneth. 5, 133.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμόβροχος: ὁ, βρόχος χρησιμεύων ὡς δεσμός, Μανέθ. 5. 133.

Greek Monolingual

δεσμόβροχος, ο (Α)
ο βρόχος με τον οποίο δένεται κάτι.