δεσμόβροχος

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσμόβροχος Medium diacritics: δεσμόβροχος Low diacritics: δεσμόβροχος Capitals: ΔΕΣΜΟΒΡΟΧΟΣ
Transliteration A: desmóbrochos Transliteration B: desmobrochos Transliteration C: desmovrochos Beta Code: desmo/broxos

English (LSJ)

ὁ, noose, Man.5.133.

German (Pape)

[Seite 550] Band u. Schlinge, Maneth. 5, 133.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμόβροχος: ὁ, βρόχος χρησιμεύων ὡς δεσμός, Μανέθ. 5. 133.

Greek Monolingual

δεσμόβροχος, ο (Α)
ο βρόχος με τον οποίο δένεται κάτι.