ῶνος, ὁ, A thicket, Id.Ge.21.33, 1 Ki.31.13.
[Seite 546] ῶνος, ὁ, = δένδρωμα, τό, Baumgarten, LXX.
δενδρών: -ῶνος, ὁ, δρυμός, δάσος, Ἀκύλ. Γεν. 21. 33., Α΄ Βασιλ. λα΄, 13.
-ῶνος, ὁmatorral, maleza Aq.Ge.21.33, 1Re.31.13, I.BI 5.107 (var.).
οβλ. δενδρώνας.