δενδρώνας

From LSJ

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517

Greek Monolingual

και δενδριώνας, ο (AM δένδρων)
τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ-ών, ανδρ-ών). Ο τ. δενδρ-ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ-ιώνας, κυπαρισσ-ιώνας)].