δενδρώνας
From LSJ
και δενδριώνας, ο (AM δένδρων)
τόπος κατάφυτος με δένδρα, άλσος, δάσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (επίθημα) -ών δηλωτικό ονομάτων τόπου (πρβλ. αμπελ-ών, ανδρ-ών). Ο τ. δενδρ-ιώνας σχηματίστηκε αναλογικά προς τα καλαμ-ιώνας, κυπαρισσ-ιώνας)].