δαιμονιόπληκτος

Revision as of 18:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A = δαιμονιόληπτος, PMag.Leid.V.9.1, Ptol. Tetr.169: Subst. δαιμονιο-πληξία, ἡ, ib.170, Petas. ap. Olymp.Alch.p.95 B.

German (Pape)

[Seite 514] von einem Dämon geschlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δαιμονιόπληκτος: -ον, = δαιμονιόληπτος· καὶ οὐσιαστ. -πληξία, ἡ, Πρόκλ.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): δαιμονο- PMag.12.281
poseído por un espíritu maligno, poseso Ptol.Tetr.3.15.3, PMag.l.c., Rhetor. en Cat.Cod.Astr.8(4).164, 165.

Greek Monolingual

δαιμονιόπληκτος, -ον (AM)
αυτός που έχει πληγεί από δαιμόνιο, δαιμονισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαιμόνιο + -πληκτος < πλήσσω / πλήττω (πρβλ. έκπληκτος, φρενόπληκτος)].