διάφρυκτος

Revision as of 18:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.

Greek Monolingual

διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.