διαπέραμα
English (LSJ)
ατος, τό, (διαπεράω) A strait of the sea, ferry, Str.6.1.5, Peripl.M.Rubr.32, Ptol.Geog.1.13.8.
German (Pape)
[Seite 594] τό, die Ueberfahrt; auch die Meerenge, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαπέρᾱμα: -ατος, τό, (διαπεράω) θαλάσσιον στενόν, πορθμός, Στράβ. 257, Ἀρρ. Ἐρ. Θ. 32, Πτολεμ. Γεωγρ. 37, 181.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
paso, bocade un estrecho o brazo de mar, Str.6.1.5, Peripl.M.Rubri 32, Ptol.Geog.1.13.8, Hsch.s.u. πορθμός, Sch.Od.4.671.