δορίκρανος

Revision as of 19:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A spear-headed, λόγχη A.Pers. 148 (lyr., δορυκρ- cod. Med.).

Greek (Liddell-Scott)

δορίκρᾱνος: -ον, ὀ ἔχων κεφαλὴν λόγχης, Αἰσχύλ. Πέρσ. 148.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à tête de lance.
Étymologie: δόρυ, κράνος.

Greek Monolingual

δορίκρανος, -ον (Α)
«δορικράνου λόγχης ἰσχύς» — η δύναμη της αιχμηρής λόγχης.

Greek Monotonic

δορίκρᾱνος: -ον (κάρα), αυτός που έχει λόγχη στην κορυφή του, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δορίκρᾱνος: v. l. = δορύκρανος.

Middle Liddell

δορί-κρᾱνος, ον adj κάρα
spear-headed, Aesch.