δρεπάνη

Revision as of 19:25, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (δρέπω)    A sickle, reaping-hook, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Il.18.551, cf. AP9.383.9; pruning-hook, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Hes.Sc.292: rare in Prose, Plu.Cleom.26, Alciphr. 3.19.

German (Pape)

[Seite 666] ἡ (δρεπω), Sichel; Homer einmal, Iliad. 18, 551 ὀξείας δρεπάνας, zum Abmähen des Getreides; vgl. δρέπανον; – zum Weinabschneiden, Hes. Sc. 292, u. einzeln bei sp. D., wie Menses Aeg. u. Rom. (IX, 383. 384); Opp. Hal. 5, 257. – In Prosa selten, Plut. Cleom. 26 δρεπάναις καὶ μαχαίραις . S. δρέπανον.

Greek (Liddell-Scott)

δρεπάνη: [ᾰ], ἡ, (δρέπω) δρέπανον, ἐργαλεῖον θεριστικόν, ἤμων ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες Ἰλ. Σ. 551· κλαδευτήριον, ἐτρύγων… δρεπάνας ἐν χ. ἔχ. Ἡσ. Ἀσπ. 292· ― σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Πλούτ. Κλεομ. 26. ― Πρβλ. δρέπανον.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
la faux.
Étymologie: cf. δρέπανον.

English (Autenrieth)

and δρέπανον: sickle, Il. 18.551 and Od. 18.368.

Greek Monolingual

η
1. βλ. δρεπάνι
2. μικρή πεταλούδα με φτερά δρεπανοειδή.

Greek Monotonic

δρεπάνη: [ᾰ], ἡ (δρέπω), = δρέπανον, δρεπάνι, εργαλείο για τον θερισμό, σε Ομήρ. Ιλ.· κλαδευτήρι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

δρεπάνη: (ᾰ) ἡ серп Hom., Hes., Plat., Arst.

Middle Liddell

δρεπά˘νη, ἡ, n δρέπω = δρέπανον
a sickle, reaping-hook, Il.: a pruning-hook, Hes.