δύσκαπνος

Revision as of 19:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A noisome from smoke, δώματα A.Ag.774 (lyr.).    II producing an unpleasant smoke, Thphr.Ign.72; φοῖνιξ Chaerem.39 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 682] 1) sehr räucherig, δώματα Aesch. Ag. 750. – 2) einen widrigen, starken Rauch gebend, ξύλα Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

δύσκαπνος: -ον, πολὺ καπνισμένος, ἄθλιος ἐκ τοῦ καπνοῦ, δ. δώματα (πρβλ. τὸ τοῦ Μίλτωνος «smoky rafters»), Αἰσχύλ. Ἀγ. 774. ΙΙ. δυσάρεστον καπνὸν ἀναδίδων, ξύλα Θεόφρ. π. Πυρ. 72, Χαιρήμ. παρὰ Θεοφρ. Ι. Φ. 5. 9, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfumé.
Étymologie: δυσ-, καπνός.

Spanish (DGE)

-ον
1 ahumado, oscurecido por el humo δώματα A.A.774.
2 de humo desagradable, molesto de la madera húmeda al ser quemada, Thphr.HP 5.9.5, cf. Ign.72, φοῖνιξ Chaerem.39.

Greek Monolingual

δύσκαπνος, -ον (Α)
1. ο υπερβολικά καπνισμένος, άθλιος από τον καπνό
2. αυτός που αναδίδει δυσάρεστο καπνό.

Greek Monotonic

δύσκαπνος: -ον, επιβλαβής, δύσοσμος από τον καπνό, καπνώδης, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δύσκαπνος: полный дыма, сильно закопченный (δώματα Aesch.).

Middle Liddell

δύσ-καπνος, ον
noisome from smoke, smoky, Aesch.