εὐαίνετος

Revision as of 20:19, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον, (αἰνέω)    A much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].