εὐαρδής

Revision as of 20:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A well-watered, γῆ Agath.5.12.

German (Pape)

[Seite 1057] ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρδής: -ές, ὁ καλῶς ἀρδεύων, ποτίζων, Πλούτ. 2. 912F· πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ εὐαλδής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui arrose bien.
Étymologie: εὖ, ἄρδω.

Greek Monolingual

εὐαρδής, -ές (Α)
1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)
2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο-αρδής].

Russian (Dvoretsky)

εὐαρδής: хорошо орошающий (ὕδατα Plut.).