εὐαλδής
οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery
English (LSJ)
εὐαλδές, (ἀλδαίνω)
A well-grown, luxuriant, φῦκος, χιλός, AP9.325, IG14.1389 ii 24. Ion. Adv. εὐαλδέως Hp.Lex2.
II Act., fertilizing, Ἱππουκρήνη Arat.217, cf. Plu.2.664c: Comp. -έστερα [ὕδατα] ib. 912f.
German (Pape)
[Seite 1056] ές, 1) gut wachsend, gedeihend, Nic. Al. 543; πόντου φῦκος Ep. ad. 399 (IX, 325). – Adv. εὐαλδέως, Hippocr. – 21 gut nährend, befruchtend, Arat. 217; ἀστραπαῖα Plut. Symp. 4, 2, 1. S. auch εὐαλσής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nourrissant, fécondant.
Étymologie: εὖ, ἀλδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εὐαλδής:
1 пышно растущий, разросшийся (πόντου φῦκος Anth.);
2 оплодотворяющий, питательный (τὰ ἀστραπαῖα τῶν ὑδάτων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐαλδής: -ές, (ἀλδαίνω) εὐαυξής, σπαργῶν, Ἀνθ. Π. 9. 325, παράρτ. 50. 24. - Ἐπίρρ. -έως, Ἱππ. Λεξ. ΙΙ. ἐνεργ., καθιστάνων τι γόνιμον, εὔφορον, Ἄρατ. 217, Πλούτ. 2. 664D· τρέφων Νικ. Ἀλεξιφ. 543· πρβλ. εὐαρδής.
Greek Monolingual
εὐαλδής, -ές (Α)
1. αυτός που αυξάνεται γρήγορα
2. αυτός που κάνει κάτι γόνιμο, εύφορο («εὐαλδέστερα ὕδατα», Πλούτ.).
επίρρ...
ευαλδέως
με εύκολη, γρήγορη αύξηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αλδής (< αλδαίνω «αυξάνω»), πρβλ. αναλδής, νεαλδής].
Greek Monotonic
εὐαλδής: -ές (ἀλδαίνω), αυτός που αυξάνει εύκολα, καρποφόρος, σε Ανθ.