εὐαρδής

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαρδής Medium diacritics: εὐαρδής Low diacritics: ευαρδής Capitals: ΕΥΑΡΔΗΣ
Transliteration A: euardḗs Transliteration B: euardēs Transliteration C: evardis Beta Code: eu)ardh/s

English (LSJ)

εὐαρδές, well-watered, γῆ Agath.5.12.

German (Pape)

[Seite 1057] ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui arrose bien.
Étymologie: εὖ, ἄρδω.

Russian (Dvoretsky)

εὐαρδής: хорошо орошающий (ὕδατα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐαρδής: -ές, ὁ καλῶς ἀρδεύων, ποτίζων, Πλούτ. 2. 912F· πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ εὐαλδής.

Greek Monolingual

εὐαρδής, -ές (Α)
1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)
2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρδης (< άρδω), πρβλ. νεοαρδής].